- ἀντιστρόφους
- ἀντίστροφοςturned so as to face one anothermasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλβανόμετρο — Όργανο υψηλής ευαισθησίας για την ανίχνευση και τη μέτρηση ηλεκτρικών ρευμάτων ασθενούς έντασης. Αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία κατασκευών, όλοι οι τύποι των γ. στηρίζονται στη μέτρηση των μετατοπίσεων ενός κινητού συστήματος από τις δυνάμεις που … Dictionary of Greek